-
1 жертва
жертва ж 1) η θυσία при носить в \жертвау θυσιάζω 2) (по страдавший ) το θύμα стать \жертваой γίνομαι θύμα* * *1) η θυσίαприноси́ть в же́ртву — θυσιάζω
2) ( пострадавший) το θύμαстать же́ртвой — γίνομαι θύμα
-
2 жертва
-ы θ.1. θυσία (στο θεό)•приносить -у προσφέρω θυσία.
2. βλ. жертвоприносение.3. παλ. δωρεά.4. θυσία (για κάτι ανώτερο, ιδανικό). || προσφορά.5. θύμα•пожар с человеческими -ами πυρκαγιά με ανθρώπινα θύματα•
-ы уличного движения θύματα της τροχαίας κίνησης•
жертва клевето θύμα συκοφαντίας.
|| ολοκαύτωμα.εκφρ.пасть -ой – πέφτω θύμα•приносить в -у – (κυρλξ. κ. μτφ.) θυσιάζω•- искупления – εξιλαστήριο θύμα. -
3 жертва
жертв||аж1. ἡ θυσία:приносить в \жертвау θυσιάζω·2. перен τό θῦμα:стать \жертваой чего́-л. γίνομαι θΰμα· делать кого-либо своей \жертваой ἐξαπατώ κάποιον. -
4 потерпевший
1. юр. о παθών, о παθόντας, ο υποστάς, το θύμα 2. (кораблекрушение) ο ναυαγόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > потерпевший
-
5 сторона
1. (пространство, расположенное по бокам или краям чего-л.) η πλευρά- выпуска (жидкости газа) - της εκροής/εξόδου2. (направление) η κατεύθυνση, το μέρος 3. (линия, ограничивающая геометрическую фигуру) το πλευρό 4. (дип., юр.) η πλευρ/άτο μέροςадреса сторон, юридические νόμιμες διευθύνσεις των - ώνпо просьбе - ы βάσει της ζήτησης/παράκλησης της - άςневиновная - μη υπαίτιος -, μη ένοχη -потерпевшая - ο παθών, το θύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сторона
-
6 невинный
невинн||ыйприл1. (невиновный) ἀθῶος:\невинныйая жертва τό ἀθῶο θῦμα·2. (простодушный) ἀφελής, ἀπλοϊκός, ἄδολος, ἀπονήρευτος·3. (безвредный) ἄκακος:\невинныйая шутка τό ἄκακο ἀστείο· \невинныйые удовольствия οἱ ἀθῶες διασκεδάσεις·4. (девственный) παρθένος, ἀγνός. -
7 пасть
пасть Iсов1. см. падать 2, 3, 6·2. (в бою) πέφτω μαχόμενος:\пасть на по́ле брани πέφτω στό πεδίον τῆς μάχης (или τής τιμής)· ◊ \пасть в чьем-л. мнении ξεπέφτω στά μάτια κάποιου· крепость пала τό φρούριο Επεσε· \пасть жертвой πέφτω Θῦμα.пасть II ж (животного) τό στόμα (ζώοο). -
8 погорелец
погорелецм ὁ πυροπαθής, τό θῦμα τῆς πυρκαϊας. -
9 потерпевший
потерпевш||ий1. прич. от потерпеть-\потерпевший от наводнения ὁ πλημμυροπαθής· \потерпевший от огия, пожара ὁ πυροπαθής· \потерпевший от стихийных бедствий ὁ δεινοπαθήσας· \потерпевший кораблекрушение ὁ ναυαγός, ὁ καραβο-τσακισμένος· \потерпевший ущерб ὁ ὑποστάς ζημίαν, ὁ ζημιωθείς·2. прил:\потерпевшийая сторона юр. ὁ παθών3. м τό θῦμα -
10 жертвоприношение
-я ουδ.θυσία, προσφορά θυσίας. || θύμα. -
11 искупительный
επ. (γραπ. λόγος) εξιλαστήριος•-ая жертва εξιλαστήριο θύμα.
-
12 невинный
επ., βρ: -винен, -винна, -о.1. αθώος, μη φταίχτης, μη ένοχος αναμάρτητος, ακριμάτιστος•-ые люди αθώοι άνθρωποι•
-ая жертва αθώο θύμα•
-ое страдание αναίτιο βάσανο•
он невинен в этом преступлении αυτός δεν είναι ένοχος σ αυτό το έγκλημα•
его признали -ым τον κήρυξαν αθώο.
2. αφελής, άκακος, άδολος, απονήρευτος•невинный ребёнок αθώο παιδάκι•
-ое создание αθώο πλάσμα.
|| ανεπίκριτος, αμώμητος, άμωμος, άψογος• άκακος, αβλαβής•невинный разговор ανεπίκριτη συνομιλία•
невинныйое развлечение άψογη διασκέδαση•
-ые игры αβλαβή παιγνίδια.
3. αγνός•-ая девушка αγνό κορ ίτσι.
-
13 несчастный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. δυστυχής, -χισμένος, δύσμοιρος, δύστυνος•-ая жизнь δυστυχισμένη ζωή•
-ое существо δυστυχισμένο πλάσμα (ύπαρξη).
ουσ. δυστυχής, -χισμένος. || θλιμμένος, συντριμμένος.2. συμφοριασμένος•несчастный случай δυστύχημα, ατύχημα.
|| θλιβερός, τραγικός•-ая участь τραγική τύχη•
-ая жертва τραγικό θύμα.
3. απαίσιος, ολέθριος, αποτρόπαιος•несчастный день αποφράδα μέρα.
4. ελεεινός, κακόμοιρος, άθλιος, ταλαίπωρος, καημένος•несчастный человек κακόμοιρος άνθρωπος.
-
14 обмануть
-ану, -анешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обманутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. απατώ, εξαπατώ, (ξε)γελώ•обмануть покупателя απατώ (κλέβω) τον αγοραστή•
я -ул его первого апреля τον γέλασα την πρωταπριλιά•
не -ешь не продашь αν δεν ξεγελάσεις δεν πουλάς.
|| μτφ. διαψεύδω, ματαιώνω•он -ул е надежды, ожидания αυτός διέψευσε τις ελπίδες, τις προσδοκίες της.
2. (για συζυγούς) απατώ.3. (για κόρη) παραπλανώ, αποπλανώ, εξαπατώ.1. απατώμαι, εξαπατώμαι, (ξε) γελιέμαι, την παθαίνω, την πατώ, πιάνομαι, κορόιδο, πέφτω θύμα απάτης.2. (για ελπίδες κ.τ.τ.) διαψεύδομαι. -
15 очистительный
επ.εκκαθαριστικός•-ая машина εκκαθαριστική μηχανή.
|| μτφ. εξιλαστήριος•-ая жертва εξιλαστήριο θύμα.
-
16 пасмурно
1. επίρ. σκυθρωπά, βαρύ θύμα, δύσθυμα.2. ως κατηγ. (για καιρό)• είναι βαρύς, νεφελώδης, συννεφιασμένος. -
17 пострадавший
επ. ουσ. από μτχ. ο παθών το θύμα•-ие от землетрясения οι σεισμοπαθείς•
-ие от наводнения οι πλημμυροπαθείς•
-ие от пожара οι πυροπαθείς•
отвезли -шего в больницу μετέφεραν τον παθόντα στο νοσοκομείο.
-
18 придушить
ρ.σ.μ. πνίγω•убийца -ил свою жертву ο φονιάς έπνιξε το θύμα του.
См. также в других словарях:
θῦμα — victim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — θύμᾱ , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — το, ατος 1. ζώο που προσφέρεται θυσία στους θεούς: Οδήγησε το θύμα στο βωμό. 2. αυτός που θυσιάζεται εκούσια για κάποιο σκοπό: Θύματης αγάπης του προς την πατρίδα. 3. αυτός που έχει σκοτωθεί: Αναφέρθηκε μεγάλος αριθμός θυμάτων. – Στο σεισμό δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύμα — το (ΑΜ θῡμα) [θύω] ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά νεοελλ. μσν. 1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα τής ευσυνειδησίας και τού καθήκοντος») 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
θῦμ' — θῦμα , θῦμα victim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμ' — θύμα , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl θύμε , θύμος Cretan thyme masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμαθ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύματ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
ενέστιος — ἐνέστιος, ον και ἐνίστιος, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο 2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα) το σφάγιο, το θύμα … Dictionary of Greek
θυμάτιον — θυμάτιον, τό (Α) υποκορ. τού θύμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek